- ζαχαροκάλαμο
- Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη Μαλαισία (Ιάβα), στην Κίνα, στα νησιά Χαβάη, στις χώρες της Νότιας Αμερικής, στην Κούβα και στην Αίγυπτο. Είναι φυτό ποώδες, με κυλινδρικό καλαμοειδή βλαστό ύψους 2-5 μ. Οι μεμβράνες των εξωτερικών ιστών των βλαστών έχουν εναποθέματα πυριτίου και κεριού, ενώ οι εσωτερικοί βλαστοί περιέχουν σάκχαρο. Τα φύλλα του είναι πριονωτά και ταινιοειδή και η ταξιανθία του είναι πυκνή και μοιάζει με στάχυ. Το ζ. πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα και, σπάνια, με σπόρους. Το φυτό χρειάζεται 13-18 μήνες για να αναπτυχθεί και η συγκομιδή του γίνεται όταν αρχίσουν να μαραίνονται τα φύλλα του. Η καλλιέργεια του ζ. ήταν πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη και στην Κύπρο τον 17o αι. Στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, καλλιεργήθηκε με επιτυχία και στην περιοχή της Τίρυνθας.
Από τον χυμό του ζ. παράγεται ζάχαρη, ενώ από την απόσταξη των καταλοίπων της παράγεται, στην Τζαμάικα κυρίως, εξαίρετο ρούμι.
Τμήμα φυτείας ζαχαροκάλαμου στην περιοχή του Κομ Όμπο της Αιγύπτου.
* * *τοκοινή ονομασία τού γένους Saccharum, αγγειόσπερμου μονοκότυλου αγρωστώδους φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο-* + καλάμι. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Κυριακό και Μανουήλ Καπετανάκη].
Dictionary of Greek. 2013.